παραπειστικός

παραπειστικός
-ή, -ό / παραπειστικός, -ή, -όν, ΝΑ [παραπείθω]
ο επιτήδειος στο να παραπείθει, να ξεγελά, παραπλανητικός
νεοελλ.
φρ. «παραπειστική ερώτηση»
(νομ.) η ερώτηση με την οποία υποτίθενται ή εκλαμβάνονται ως αληθή πράγματα τα οποία δεν έχει ομολογήσει ο κατηγορούμενος ή δεν έχει καθόλου αναφέρει ο μάρτυρας ή η ερώτηση η οποία είναι δυνατόν να παρερμηνευθεί λόγω τής διφορούμενης σημασίας της.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • παραπειστικός — able to persuade masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραπειστικός — ή, ό αυτός που ξεγελάει, παραπλανητικός: Σε κανέναν δεν πρέπει να κάνουμε παραπειστικές ερωτήσεις …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αναπειστικός — ή, ό ο ικανός να μεταπείθει, πειστικός, παραπειστικός …   Dictionary of Greek

  • παραπλανητικός — ή, ό αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή συντελεί σε παραπλάνηση, αλλ. παραπειστικός («παραπλανητικές προεκλογικές υποσχέσεις»). επίρρ... παραπλανητικώς και ά με παραπλανητικό τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < παραπλάνηση. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”