- παραπειστικός
- -ή, -ό / παραπειστικός, -ή, -όν, ΝΑ [παραπείθω]ο επιτήδειος στο να παραπείθει, να ξεγελά, παραπλανητικόςνεοελλ.φρ. «παραπειστική ερώτηση»(νομ.) η ερώτηση με την οποία υποτίθενται ή εκλαμβάνονται ως αληθή πράγματα τα οποία δεν έχει ομολογήσει ο κατηγορούμενος ή δεν έχει καθόλου αναφέρει ο μάρτυρας ή η ερώτηση η οποία είναι δυνατόν να παρερμηνευθεί λόγω τής διφορούμενης σημασίας της.
Dictionary of Greek. 2013.